καταλύτης
[kataˈlitis]αρσενικό | Maskulinum, männlich mPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Katalysatorαρσενικό | Maskulinum, männlich mκαταλύτης αυτοκίνητο | Autoαυτοκ χημεία | ChemieχημKatαρσενικό | Maskulinum, männlich mκαταλύτης αυτοκίνητο | Autoαυτοκ χημεία | Chemieχημκαταλύτης αυτοκίνητο | Autoαυτοκ χημεία | Chemieχημ