καταλληλότητα
[kataliˈlotita]θηλυκό | Femininum, weiblich fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Eignungθηλυκό | Femininum, weiblich fκαταλληλότητακαταλληλότητα
- Tauglichkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fκαταλληλότητα ικανότητακαταλληλότητα ικανότητα
esempi
- καταλληλότητα για οδική κίνησηVerkehrstüchtigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich f