καταλαμβάνω
[katalamˈvano]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- καταλαμβάνω
- belegenκαταλαμβάνω θέση, αξίωμακαταλαμβάνω θέση, αξίωμα
- überkommen, beschleichenκαταλαμβάνω συναίσθημακαταλαμβάνω συναίσθημα