κατακτητικός
[kataktitiˈkos], κατακτητική, κατακτητικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
esempi
- κατακτητικός πόλεμοςαρσενικό | Maskulinum, männlich mEroberungskriegαρσενικό | Maskulinum, männlich m