„καταγώγιο“: ουδέτερο καταγώγιο [kataˈɣojio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n μειωτικός όρος | pejorativ, abwertendμειωτ οικείο | umgangssprachlichοικ Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Spelunke Spelunkeθηλυκό | Femininum, weiblich f καταγώγιο καταγώγιο