κατάστρωμα
[kaˈtastroma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Deckουδέτερο | Neutrum, sächlich nκατάστρωμα ναυτικός όρος | Nautik, Schifffahrtναυτκατάστρωμα ναυτικός όρος | Nautik, Schifffahrtναυτ
esempi
- κατάστρωμα αεροπλανοφόρουFlugdeckουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- κατάστρωμα περιπάτουPromenadendeckουδέτερο | Neutrum, sächlich n