„κατάξερος“ κατάξερος [kaˈtakseros], κατάξερη, κατάξεροεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) knochentrocken knochentrocken κατάξερος κατάξερος