„κατάβαση“: θηλυκό κατάβαση [kaˈtavasi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Abfahrt, Abstieg Abfahrtθηλυκό | Femininum, weiblich f κατάβαση σκι κατάβαση σκι Abstiegαρσενικό | Maskulinum, männlich m κατάβαση στην ορειβασία κατάβαση στην ορειβασία