„καρφιτσώνω“: μεταβατικό ρήμα καρφιτσώνω [karfiˈtsono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) anstecken, heften anstecken καρφιτσώνω βάζω καρφίτσες καρφιτσώνω βάζω καρφίτσες heften καρφιτσώνω ύφασμα καρφιτσώνω ύφασμα