καρφί
[karˈfi]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- (Wand-)Nagelαρσενικό | Maskulinum, männlich mκαρφίκαρφί
- Spitzelαρσενικό | Maskulinum, männlich mκαρφί καταδότης μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφκαρφί καταδότης μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
esempi