„καρδιά“: θηλυκό καρδιά [karˈðja]θηλυκό | Femininum, weiblich fκαι | und κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Herz, Mut Herzουδέτερο | Neutrum, sächlich n καρδιά καρδιά Mutαρσενικό | Maskulinum, männlich m καρδιά θάρρος καρδιά θάρρος esempi με όλη μου την καρδιά von ganzem Herzen με όλη μου την καρδιά με βαριά/ελαφριά καρδιά schweren/leichten Herzens με βαριά/ελαφριά καρδιά με μισή καρδιά halbherzig με μισή καρδιά της ράγισε την καρδιά er hat ihr das Herz gebrochen της ράγισε την καρδιά του άνοιξε την καρδιά της sie hat ihm ihr Herz ausgeschüttet του άνοιξε την καρδιά της δεν μου πάει η καρδιά να του πω την αλήθεια ich bringe es nicht über mich, ihm die Wahrheit zu sagen δεν μου πάει η καρδιά να του πω την αλήθεια καρδιά μαρουλιού Salatkopfαρσενικό | Maskulinum, männlich m καρδιά μαρουλιού nascondi gli esempimostra più esempi