„καρβουνιάζομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα καρβουνιάζομαι [karvuˈɲazome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) verkohlen verkohlen καρβουνιάζομαι καρβουνιάζομαι