„καπετάνιος“: αρσενικό καπετάνιος [kapeˈtaɲos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Anführer, Hauptmann, Kapitän Anführerαρσενικό | Maskulinum, männlich m καπετάνιος αρχηγός Hauptmannαρσενικό | Maskulinum, männlich m καπετάνιος αρχηγός καπετάνιος αρχηγός Kapitänαρσενικό | Maskulinum, männlich m καπετάνιος ναυτικός όρος | Nautik, Schifffahrtναυτ καπετάνιος ναυτικός όρος | Nautik, Schifffahrtναυτ