καπάκι
[kaˈpakji]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Deckelαρσενικό | Maskulinum, männlich mκαπάκι κατσαρόλαςκαπάκι κατσαρόλας
- Verschlussαρσενικό | Maskulinum, männlich mκαπάκι μπουκαλιούκαπάκι μπουκαλιού
esempi
- καπάκι του ντεπόζιτουTankdeckelαρσενικό | Maskulinum, männlich m