„καμπή“: θηλυκό καμπή [kamˈbi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Krümmung, Kurve, Biegung, Wende Krümmungθηλυκό | Femininum, weiblich f καμπή Kurveθηλυκό | Femininum, weiblich f καμπή Biegungθηλυκό | Femininum, weiblich f καμπή καμπή Wendeθηλυκό | Femininum, weiblich f καμπή αλλαγή μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ καμπή αλλαγή μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ