„καμαρώνω“: μεταβατικό ρήμα | αμετάβατο ρήμα καμαρώνω [kamaˈrono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t &αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) mit Stolz betrachten, stolz sein, sich brüsten, sich zieren mit Stolz betrachten καμαρώνω κοιτάζω με καμάρι καμαρώνω κοιτάζω με καμάρι stolz sein (για, με auf+αιτιατική | +Akkusativ +akk) καμαρώνω είμαι περήφανος καμαρώνω είμαι περήφανος sich brüsten, sich zieren καμαρώνω υπερηφανεύομαι καμαρώνω υπερηφανεύομαι