„καμαρότος“: αρσενικό καμαρότος [kamaˈrotos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Steward Stewardαρσενικό | Maskulinum, männlich m καμαρότος ναυτικός όρος | Nautik, Schifffahrtναυτ καμαρότος ναυτικός όρος | Nautik, Schifffahrtναυτ