„καμακώνω“: μεταβατικό ρήμα καμακώνω [kamaˈkono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) harpunieren, aufreißen, anmachen harpunieren καμακώνω καμακώνω aufreißen, anmachen καμακώνω οικείο | umgangssprachlichοικ καμακώνω οικείο | umgangssprachlichοικ