„καμάρι“: ουδέτερο καμάρι [kaˈmari]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Stolz Stolzαρσενικό | Maskulinum, männlich m καμάρι της οικογένειας καμάρι της οικογένειας