καλώ
[kaˈlo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- rufenκαλώ επιβάτες, ασθενήκαλώ επιβάτες, ασθενή
- aufrufenκαλώ μάρτυρακαλώ μάρτυρα
- καλώ προσκαλώ
- alarmierenκαλώ αστυνομίακαλώ αστυνομία
- καλώ γιατρό
- vorladenκαλώ νομικός όρος | Rechtswesenνομκαλώ νομικός όρος | Rechtswesenνομ
- auffordernκαλώ διατάζωκαλώ διατάζω
- einberufenκαλώ στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατκαλώ στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατ
- nennenκαλώ ονομάζωκαλώ ονομάζω