καλόγερος
[kaˈlojeros]αρσενικό | Maskulinum, männlich mPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Mönchαρσενικό | Maskulinum, männlich mκαλόγεροςκαλόγερος
- Kleiderständerαρσενικό | Maskulinum, männlich mκαλόγερος για τα ρούχα μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφκαλόγερος για τα ρούχα μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ