„κακότυχος“: επίθετο, ως επίθετο κακότυχος [kaˈkotixos]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, κακότυχη, κακότυχο Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) unglückselig unglückselig κακότυχος κακότυχος „κακότυχος“: αρσενικό και θηλυκό κακότυχος [kaˈkotixos]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/f Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Pechvogel Pechvogelαρσενικό | Maskulinum, männlich m κακότυχος κακότυχος