„κακογράφω“: μεταβατικό ρήμα | αμετάβατο ρήμα κακογράφω [kakoˈɣrafo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t &αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) krakeln krakeln κακογράφω κακογράφω