„καινούργιος“ καινούργιος [kjeˈnurjos], καινούργια, καινούργιοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) neu, neuwertig neu, neuwertig καινούργιος καινούργιος