καθυστερώ
[kaθisteˈro]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/iPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- sich verspätenκαθυστερώ δεν έρχομαι στην ώρα μουκαθυστερώ δεν έρχομαι στην ώρα μου
- sich verzögern, sich hinauszögernκαθυστερώ διαπραγματεύσειςκαθυστερώ διαπραγματεύσεις
καθυστερώ
[kaθisteˈro]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- aufhaltenκαθυστερώ προκαλώ καθυστέρησηκαθυστερώ προκαλώ καθυστέρηση
- hinausziehenκαθυστερώ επιβραδύνωκαθυστερώ επιβραδύνω