„καθοδήγηση“: θηλυκό καθοδήγηση [kaθoˈðijisi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Anleitung, Anweisung, Direktive Anleitungθηλυκό | Femininum, weiblich f καθοδήγηση Anweisungθηλυκό | Femininum, weiblich f καθοδήγηση Direktiveθηλυκό | Femininum, weiblich f καθοδήγηση καθοδήγηση