κίνητρο
[ˈkjinitro]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Motivουδέτερο | Neutrum, sächlich nκίνητρο αίτιοκίνητρο αίτιο
- Beweggrundαρσενικό | Maskulinum, männlich mκίνητρο λόγοςκίνητρο λόγος
- Motivationθηλυκό | Femininum, weiblich fκίνητρο ερέθισμαAnreizαρσενικό | Maskulinum, männlich mκίνητρο ερέθισμαAntriebαρσενικό | Maskulinum, männlich mκίνητρο ερέθισμακίνητρο ερέθισμα
esempi
- κίνητρο εγκλήματοςTatmotivουδέτερο | Neutrum, sächlich n