„κέφι“: ουδέτερο κέφι [ˈkjefi]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) gute Laune, Lust, Schwung, gute Stimmung gute Launeθηλυκό | Femininum, weiblich f κέφι καλή διάθεση gute Stimmungθηλυκό | Femininum, weiblich f κέφι καλή διάθεση κέφι καλή διάθεση Lustθηλυκό | Femininum, weiblich f κέφι όρεξη για κάτι κέφι όρεξη για κάτι Schwungαρσενικό | Maskulinum, männlich m κέφι ορμή, όρεξη κέφι ορμή, όρεξη esempi δεν έχω κέφι keine Lust haben (για auf+αιτιατική | +Akkusativ +akk) δεν έχω κέφι είμαι στο κέφι einen Schwips haben είμαι στο κέφι