κέρασμα
[ˈkjerazma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Anbietenουδέτερο | Neutrum, sächlich nκέρασμα φαγητούκέρασμα φαγητού
- Rundeθηλυκό | Femininum, weiblich fκέρασμα ποτώνκέρασμα ποτών
- Spendierte(s)ουδέτερο | Neutrum, sächlich nκέρασμα ό,τι κερνάμεSpendierenουδέτερο | Neutrum, sächlich nκέρασμα ό,τι κερνάμεκέρασμα ό,τι κερνάμε