κάτοχος
[ˈkatoxos]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Besitzerαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fκάτοχος διοκτήτηςInhaberαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fκάτοχος διοκτήτηςHalterαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fκάτοχος διοκτήτηςκάτοχος διοκτήτης
esempi
- κάτοχος άδειαςLizenzinhaberαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich f
- κάτοχος βραβείου ΝόμπελNobelpreisträgerαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich f
- κάτοχος μεταλλίουMedaillengewinnerαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich f
nascondi gli esempimostra più esempi