κάταγμα
[ˈkataɣma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- (Knochen-)Bruchαρσενικό | Maskulinum, männlich mκάταγμαFrakturθηλυκό | Femininum, weiblich fκάταγμακάταγμα
esempi
- κάταγμα ισχίουHüftbruchαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- κάταγμα κρανίουSchädelbruchαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- κάταγμα πλευρούRippenbruchαρσενικό | Maskulinum, männlich m