ιστορικό
[istoriˈko]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Vorgeschichteθηλυκό | Femininum, weiblich fιστορικό μιας πράξεωςιστορικό μιας πράξεως
- Anamneseθηλυκό | Femininum, weiblich fιστορικό ιατρική | Medizinιατριστορικό ιατρική | Medizinιατρ
- Protokollουδέτερο | Neutrum, sächlich nιστορικό ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υVerlaufαρσενικό | Maskulinum, männlich mιστορικό ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υιστορικό ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ