ισάξιος
[iˈsaksios], ισάξια, ισάξιοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- gleichwertigισάξιος ίδιας αξίαςισάξιος ίδιας αξίας
- ebenbürtig (γενική | Genitivgen /δοτική | Dativ dat)ισάξιος ισότιμοςισάξιος ισότιμος