ιερέας
[ieˈreas]αρσενικό | Maskulinum, männlich mPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Priesterαρσενικό | Maskulinum, männlich mιερέας θρησκεία | Religionθρησκ <-είς>ιερέας θρησκεία | Religionθρησκ <-είς>
- Pfarrerαρσενικό | Maskulinum, männlich mιερέας θρησκεία | Religionθρησκ παππάς <-είς>Priesterαρσενικό | Maskulinum, männlich mιερέας θρησκεία | Religionθρησκ παππάς <-είς>ιερέας θρησκεία | Religionθρησκ παππάς <-είς>