„ιδρυτής“: αρσενικό ιδρυτής [iðriˈtis]αρσενικό | Maskulinum, männlich m, ιδρύτρια [iˈðritria]θηλυκό | Femininum, weiblich f Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Gründer, Stifter Gründerαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich f ιδρυτής ιδρυτής Stifterαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich f ιδρυτής που διαθέτει τα χρήματα ιδρυτής που διαθέτει τα χρήματα