ιδίωμα
[iˈðioma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Idiomουδέτερο | Neutrum, sächlich nιδίωμα γλωσσMundartθηλυκό | Femininum, weiblich fιδίωμα γλωσσDialektαρσενικό | Maskulinum, männlich mιδίωμα γλωσσιδίωμα γλωσσ
- Eigentümlichkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fιδίωμα ιδιορρυθμίαιδίωμα ιδιορρυθμία