„θυμάμαι“: αποθετικό ρήμα θυμάμαι [θiˈmame]αποθετικό ρήμα | Deponens dep <θυμήθηκα> Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) sich erinnern, denken sich erinnern (αιτιατική | Akkusativakk an+αιτιατική | +Akkusativ +akk) θυμάμαι δεν έχω ξεχάσει θυμάμαι δεν έχω ξεχάσει denken (αιτιατική | Akkusativakk an+αιτιατική | +Akkusativ +akk) θυμάμαι σκέφτομαι θυμάμαι σκέφτομαι