„θρόνος“: αρσενικό θρόνος [ˈθronos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Thron Thronαρσενικό | Maskulinum, männlich m θρόνος θρόνος esempi ανέρχομαι στο θρόνο den Thron besteigen ανέρχομαι στο θρόνο