θολώνω
[θoˈlono]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-σα; -θηκα; -μένος>Panoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- sich trübenθολώνω γίνομαι θολός, κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφθολώνω γίνομαι θολός, κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
- beschlagenθολώνω ποτήρι, τζάμι, γυαλιάθολώνω ποτήρι, τζάμι, γυαλιά