θεραπεία
[θeraˈpia]θηλυκό | Femininum, weiblich fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Therapieθηλυκό | Femininum, weiblich fθεραπείαθεραπεία
- Behandlungθηλυκό | Femininum, weiblich fθεραπεία περίθαλψηθεραπεία περίθαλψη
- Heilungθηλυκό | Femininum, weiblich fθεραπεία αποθεράπευσηθεραπεία αποθεράπευση
- Kurθηλυκό | Femininum, weiblich fθεραπεία κούραθεραπεία κούρα
esempi
- θεραπεία KneippKneippkurθηλυκό | Femininum, weiblich f
- θεραπεία καταπολέμησης του άγχουςAntistressmittelουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- θεραπεία χαλάρωσηςErholungskurθηλυκό | Femininum, weiblich f