θεατής
[θeaˈtis]αρσενικό | Maskulinum, männlich mPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Zuschauerαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fθεατής στο θέατροθεατής στο θέατρο
- Schaulustige(r)αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/fθεατής περίεργοςθεατής περίεργος
esempi
- θεατής θεατρικού έργουTheaterbesucherαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich f