θαμπώνω
[θamˈbono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -θηκα; -μένος>Panoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- blendenθαμπώνω συσκοτίζω την όραση, κ., καταπλήσσω, γοητεύω μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφθαμπώνω συσκοτίζω την όραση, κ., καταπλήσσω, γοητεύω μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
θαμπώνω
[θamˈbono]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-σα; -θηκα; -μένος>Panoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- sich trübenθαμπώνω γίνομαι θαμπόςθαμπώνω γίνομαι θαμπός
- beschlagenθαμπώνω από την υγρασίαθαμπώνω από την υγρασία