ημισφαίριο
[imiˈsferio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Halbkugelθηλυκό | Femininum, weiblich fημισφαίριοημισφαίριο
- Hemisphäreθηλυκό | Femininum, weiblich fημισφαίριο της γηςErdhalbkugelθηλυκό | Femininum, weiblich fημισφαίριο της γηςημισφαίριο της γης