„ηλιοθεραπεία“: θηλυκό ηλιοθεραπεία [iʎoθeraˈpia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Sonnenbad Sonnenbadουδέτερο | Neutrum, sächlich n ηλιοθεραπεία ηλιοθεραπεία esempi κάνω ηλιοθεραπεία sich sonnen κάνω ηλιοθεραπεία