„ηγέτης“: αρσενικό ηγέτης [iˈjetis]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Führer, Leiter, Anführer Führerαρσενικό | Maskulinum, männlich m ηγέτης πολιτική | Politikπολιτ αρχηγός Anführerαρσενικό | Maskulinum, männlich m ηγέτης πολιτική | Politikπολιτ αρχηγός ηγέτης πολιτική | Politikπολιτ αρχηγός Leiterαρσενικό | Maskulinum, männlich m ηγέτης καθοδηγητής ηγέτης καθοδηγητής esempi ηγέτης επανάστασης Revolutionsführerαρσενικό | Maskulinum, männlich m ηγέτης επανάστασης ηγέτης στην αγορά Marktführerαρσενικό | Maskulinum, männlich m ηγέτης στην αγορά