ζωμός
[zoˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Saftαρσενικό | Maskulinum, männlich mζωμός ζουμίζωμός ζουμί
- Bruheθηλυκό | Femininum, weiblich fζωμός ως σούπαζωμός ως σούπα
esempi
- ζωμός βοδινούRinderbouillonθηλυκό | Femininum, weiblich f
- ζωμός κοτόπουλουHühnerbouillonθηλυκό | Femininum, weiblich f
- ζωμός κρέατος(Fleisch-)Brüheθηλυκό | Femininum, weiblich f