„ζωγράφος“: αρσενικό και θηλυκό ζωγράφος [zoˈɣrafos]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/f Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Maler (Kunst-)Malerαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich f ζωγράφος ζωγράφος