„ζυμώνω“: μεταβατικό ρήμα ζυμώνω [ziˈmono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -θηκα; -μένος> Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) kneten, anrühren kneten ζυμώνω ζύμη ζυμώνω ζύμη anrühren ζυμώνω γύψο, κόλλα ζυμώνω γύψο, κόλλα