„ζουμερός“ ζουμερός [zumeˈros], ζουμερή, ζουμερόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjκαι | und κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) saftig saftig ζουμερός ζουμερός