„ζημιώνω“: μεταβατικό ρήμα ζημιώνω [zimiˈono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -θηκα; -μένος> Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) schädigen, schaden schädigen ζημιώνω βλάπτω ζημιώνω βλάπτω schaden (αιτιατική | Akkusativakk /δοτική | Dativ dat) ζημιώνω κάνω κακό ζημιώνω κάνω κακό